ακολουθος

ακολουθος
    ἀκόλουθος
    ἀ-κόλουθος
    I
    2
    1) следующий (за), сопутствующий, сопровождающий
    

(τινος Soph., Plat., Plut.)

    2) соответствующий, сообразный
    

(τινος и τινι Arph., Plat., Plut.)

    οὐκ ἀκόλουθα Xen. — вещи (взаимно) несогласованные;
    ἀκόλουθον τοῖς εἰρημένοις (ἐστί) … Arst. — в соответствии со сказанным нужно …

    II
    ὅ и ἥ
    1) спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.
    2) личный состав обоза Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακολουθος" в других словарях:

  • ἁκόλουθος — ἀκόλουθος , ἀκόλουθος following masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλουθος — following masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • ακόλουθος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: Την ακόλουθη μέρα ξεκινήσαμε για το ταξίδι. 2. ο συνεπής: Όσα είπα είναι ακόλουθα προς όσα πιστεύω. 3. κατώτερος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία και ειδική θέση στο διπλωματικό σώμα: Από γραφέας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκολουθότερον — ἀκόλουθος following adverbial comp ἀκόλουθος following masc acc comp sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθως — ἀκόλουθος following adverbial ἀκόλουθος following masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλουθον — ἀκόλουθος following masc/fem acc sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθότερα — ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθότερος — ἀκόλουθος following masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθοιν — ἀκόλουθος following masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθοις — ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»